Auðugur á grísku
Þýðing: auðugur, Orðabók: íslenska » gríska
Upprunalega tungumál:
íslenska
Markmiðs Tungumál:
gríska
Þýðingar:
πλούσιος, ευκατάστατος, εύπορος, πλούσιες, πλούσιους, πλούσιοι, πλούσιων
Önnur tungumál
Skyld orð: auðugur
auðugur tungumála orðabók gríska, auðugur á grísku
Þýðingar
- auðséður á grísku - ελευθερώνω, έκδηλος, προφανής, εναργής, διαυγής, προφανές, προφανή, ...
- auðsýna á grísku - δείχνω, διατυπώνω, εμφαίνω, εκφράζω, παράσταση, σόου, προβολή, ...
- auður á grísku - άδειος, κενό, κενές, κενή, τυφλό, τυφλού
- auðveldur á grísku - εύκολος, άνετος, εύκολη, εύκολο, εύκολα, πιο εύκολη
Orð af handahófi
Auðugur á grísku - Orðabók: íslenska » gríska
Þýðingar: πλούσιος, ευκατάστατος, εύπορος, πλούσιες, πλούσιους, πλούσιοι, πλούσιων
Þýðingar: πλούσιος, ευκατάστατος, εύπορος, πλούσιες, πλούσιους, πλούσιοι, πλούσιων