Bæli á grísku
Þýðing: bæli, Orðabók: íslenska » gríska
Upprunalega tungumál:
íslenska
Markmiðs Tungumál:
gríska
Þýðingar:
κρεβάτι, καταστολέα, καταστολέας, καταστολής, καταστολέως, κατασταλτική
Skyld orð
Önnur tungumál
Skyld orð: bæli
hundabæli, bæli fyrir hunda, ysta bæli, bæli skáli, bæli hellisheiði, bæli tungumála orðabók gríska, bæli á grísku
Þýðingar
- bátur á grísku - βάρκα, πλοίο, σκάφος, σκάφους, σκαφών
- bæjardyr á grísku - άποψη, απόψεως, πλευράς, σκοπιά, την άποψη
- bæn á grísku - προσευχή, προσευχής, την προσευχή, η προσευχή, της προσευχής
- bær á grísku - αγρόκτημα, πόλη, πόλης, Town, της πόλης, Τάουν
Orð af handahófi
Bæli á grísku - Orðabók: íslenska » gríska
Þýðingar: κρεβάτι, καταστολέα, καταστολέας, καταστολής, καταστολέως, κατασταλτική
Þýðingar: κρεβάτι, καταστολέα, καταστολέας, καταστολής, καταστολέως, κατασταλτική