Bíll á grísku
Þýðing: bíll, Orðabók: íslenska » gríska
Upprunalega tungumál:
íslenska
Markmiðs Tungumál:
gríska
Þýðingar:
κούρσα, αυτοκίνητο, αυτοκινήτων, αυτοκινήτου, το αυτοκίνητο, αυτοκίνητό
Skyld orð
Önnur tungumál
Skyld orð: bíll
bíll til leigu á spáni, bíll til sölu yfirtaka á láni, bíll á rekstrarleigu, bíll til sölu á 50 þús, bíll ársins, bíll tungumála orðabók gríska, bíll á grísku
Þýðingar
- bær á grísku - αγρόκτημα, πόλη, πόλης, Town, της πόλης, Τάουν
- bæta á grísku - επισκευάζω, επισκευή, βελτιώνομαι, προσθέστε, προσθέσετε, προσθέτουν, προσθέσει, ...
- bílstjóri á grísku - οδηγός, οδηγού, οδηγό, πρόγραμμα οδήγησης, οδήγησης
- bíta á grísku - δαγκώνω, δάγκωμα, τσίμπημα, δαγκώσει, δαγκώνουν, δαγκώσουν, να δαγκώσει
Orð af handahófi
Bíll á grísku - Orðabók: íslenska » gríska
Þýðingar: κούρσα, αυτοκίνητο, αυτοκινήτων, αυτοκινήτου, το αυτοκίνητο, αυτοκίνητό
Þýðingar: κούρσα, αυτοκίνητο, αυτοκινήτων, αυτοκινήτου, το αυτοκίνητο, αυτοκίνητό