Bón á grísku
Þýðing: bón, Orðabók: íslenska » gríska
Upprunalega tungumál:
íslenska
Markmiðs Tungumál:
gríska
Þýðingar:
παράκληση, ζητώ, παρακαλώ, αναφορά, αίτηση, αναφοράς, την αναφορά, αίτησης
Önnur tungumál
Skyld orð: bón
bón fús, bón og þvottastöðvar, bón og púst, bón og þvottastöðin borgartúni, bón og þvottur, bón tungumála orðabók gríska, bón á grísku
Þýðingar
- bólgna á grísku - ερεθίζω, φούσκωμα, πρήζεται, πρηστεί, φουσκοθαλασσιάς, φουσκοθαλασσιά
- bólusetja á grísku - εμβολιάζω, εμβολιασμός, Ο εμβολιασμός, τον εμβολιασμό, εμβολιασμού, του εμβολιασμού
- bóndabær á grísku - αγρόκτημα, εκμετάλλευση, αγροκτήματος, φάρμα, γεωργικών εκμεταλλεύσεων
- bóndi á grísku - κύριος, μετρ, δεξιοτέχνης, αγρότης, σύζυγος, αφέντης, γεωργός, ...
Orð af handahófi
Bón á grísku - Orðabók: íslenska » gríska
Þýðingar: παράκληση, ζητώ, παρακαλώ, αναφορά, αίτηση, αναφοράς, την αναφορά, αίτησης
Þýðingar: παράκληση, ζητώ, παρακαλώ, αναφορά, αίτηση, αναφοράς, την αναφορά, αίτησης