Böggull á grísku
Þýðing: böggull, Orðabók: íslenska » gríska
Upprunalega tungumál:
íslenska
Markmiðs Tungumál:
gríska
Þýðingar:
δέμα, το πακέτο, η συσκευασία, η δέσμη, η δέσμη μέτρων, του πακέτου
Skyld orð
Önnur tungumál
Skyld orð: böggull
böggull skammrifi, böggull fylgir skammrifi, böggull tungumála orðabók gríska, böggull á grísku
Þýðingar
- bóndi á grísku - κύριος, μετρ, δεξιοτέχνης, αγρότης, σύζυγος, αφέντης, γεωργός, ...
- bónorð á grísku - πρόταση, κοστούμι, στολή, αγωγή, το παράδειγμά, κουστούμι
- böl á grísku - συμφορά, θλίψη, δυστυχία, απελπισία, αγωνία, δυσφορίας
- bölva á grísku - ορκίζομαι, καταριέμαι, κατάρα, πληγή, κατάρας, την κατάρα, μάστιγα
Orð af handahófi
Böggull á grísku - Orðabók: íslenska » gríska
Þýðingar: δέμα, το πακέτο, η συσκευασία, η δέσμη, η δέσμη μέτρων, του πακέτου
Þýðingar: δέμα, το πακέτο, η συσκευασία, η δέσμη, η δέσμη μέτρων, του πακέτου