Búa á grísku
Þýðing: búa, Orðabók: íslenska » gríska
Upprunalega tungumál:
íslenska
Markmiðs Tungumál:
gríska
Þýðingar:
κατασκευάζω, μένω, κάνω, ζωντανός, εξαναγκάζω, αγρόκτημα, φτιάχνω, δημιουργήσετε, δημιουργήσουν, δημιουργούν, δημιουργήσει, να δημιουργήσει
Skyld orð
Önnur tungumál
Skyld orð: búa
búa til gogg, búa til boðskort, búa til ís, búa til app, búa til efnisyfirlit, búa tungumála orðabók gríska, búa á grísku
Þýðingar
- bölva á grísku - ορκίζομαι, καταριέμαι, κατάρα, πληγή, κατάρας, την κατάρα, μάστιγα
- bú á grísku - περιουσία, σπίτι, οικιακός, οικογένεια, σπιτικό, κτήμα, ακινήτων, ...
- búandi á grísku - αγρότης, κάτοικος, κατοικούν, διαμένουν, κάτοικο, κατοίκου
- búinn á grísku - πανέτοιμος, έτοιμος, ήταν, υπήρξε, έχουν, έχει, γίνει
Orð af handahófi
Búa á grísku - Orðabók: íslenska » gríska
Þýðingar: κατασκευάζω, μένω, κάνω, ζωντανός, εξαναγκάζω, αγρόκτημα, φτιάχνω, δημιουργήσετε, δημιουργήσουν, δημιουργούν, δημιουργήσει, να δημιουργήσει
Þýðingar: κατασκευάζω, μένω, κάνω, ζωντανός, εξαναγκάζω, αγρόκτημα, φτιάχνω, δημιουργήσετε, δημιουργήσουν, δημιουργούν, δημιουργήσει, να δημιουργήσει