Bann á grísku
Þýðing: bann, Orðabók: íslenska » gríska
Upprunalega tungumál:
íslenska
Markmiðs Tungumál:
gríska
Þýðingar:
απαγόρευση, αποκλείω, αποκλεισμός, απαγορεύω, απαγόρευσης, την απαγόρευση, απαγόρευση των, απαγορεύσεως
Önnur tungumál
Skyld orð: bann
baan thai fort collins, bannmerki, bann nyc, bann wheelers, bann hire, bann tungumála orðabók gríska, bann á grísku
Þýðingar
- bankabygg á grísku - κριθάρι, κριθής, κριθαριού, κριθή, κριθής που
- banki á grísku - ανάχωμα, τράπεζα, όχθη, Τράπεζα, Τράπεζας, Bank, Τραπεζική, ...
- banna á grísku - απαγορεύω, απαγόρευση, απαγόρευσης, την απαγόρευση, απαγόρευση των, απαγορεύσεως
- banvænn á grísku - μοιραίος, θνητός, θανάσιμος, θανατηφόρος, θανατηφόρα, μοιραία, θανατηφόρων
Orð af handahófi
Bann á grísku - Orðabók: íslenska » gríska
Þýðingar: απαγόρευση, αποκλείω, αποκλεισμός, απαγορεύω, απαγόρευσης, την απαγόρευση, απαγόρευση των, απαγορεύσεως
Þýðingar: απαγόρευση, αποκλείω, αποκλεισμός, απαγορεύω, απαγόρευσης, την απαγόρευση, απαγόρευση των, απαγορεύσεως