Banvænn á grísku

Þýðing: banvænn, Orðabók: íslenska » gríska

Upprunalega tungumál:
íslenska
Markmiðs Tungumál:
gríska
Þýðingar:
μοιραίος, θνητός, θανάσιμος, θανατηφόρος, θανατηφόρα, μοιραία, θανατηφόρων
Banvænn á grísku
Skyld orð
Önnur tungumál

Skyld orð: banvænn

banvænn tungumála orðabók gríska, banvænn á grísku

Þýðingar

  • bann á grísku - απαγόρευση, αποκλείω, αποκλεισμός, απαγορεύω, απαγόρευσης, την απαγόρευση, απαγόρευση των, ...
  • banna á grísku - απαγορεύω, απαγόρευση, απαγόρευσης, την απαγόρευση, απαγόρευση των, απαγορεύσεως
  • bar á grísku - κάγκελο, μπαρ, φράζω, εμποδίζω, γραμμή, ράβδο, μπάρα
  • bara á grísku - δίκαιος, μόνο, μόλις, μόνον, μόνη, μόνο για
Orð af handahófi
Banvænn á grísku - Orðabók: íslenska » gríska
Þýðingar: μοιραίος, θνητός, θανάσιμος, θανατηφόρος, θανατηφόρα, μοιραία, θανατηφόρων