Barátta á grísku

Þýðing: barátta, Orðabók: íslenska » gríska

Upprunalega tungumál:
íslenska
Markmiðs Tungumál:
gríska
Þýðingar:
αγώνας, αγωνίζομαι, πάλη, μάχη, καταπολέμηση, αγώνα
Barátta á grísku
Skyld orð
Önnur tungumál

Skyld orð: barátta

barátta kvenna, barátta mín hitler, barátta samheiti, barátta blökkumanna í bandaríkjunum, barátta blökkumanna, barátta tungumála orðabók gríska, barátta á grísku

Þýðingar

  • barnaveiki á grísku - διφθερίτιδα, διφθερίτιδας, της διφθερίτιδας, διφθερίτιδος, της διφθερίτιδος
  • barneign á grísku - τεκνοποίησης, αναπαραγωγική, τεκνοποίηση, αναπαραγωγική ηλικία, τεκνοποιίας
  • baráttamaður á grísku - αγωνιστής, αγωνίζεται, αγωνίζονται, παλεύουν, που αγωνίζονται, παλεύει
  • bati á grísku - βελτίωση, ανάρρωση, ανάκτηση, ανάκτησης, ανάκαμψη, αποκατάστασης, ανάκαμψης
Orð af handahófi
Barátta á grísku - Orðabók: íslenska » gríska
Þýðingar: αγώνας, αγωνίζομαι, πάλη, μάχη, καταπολέμηση, αγώνα