Baráttamaður á grísku

Þýðing: baráttamaður, Orðabók: íslenska » gríska

Upprunalega tungumál:
íslenska
Markmiðs Tungumál:
gríska
Þýðingar:
αγωνιστής, αγωνίζεται, αγωνίζονται, παλεύουν, που αγωνίζονται, παλεύει
Baráttamaður á grísku
Skyld orð
Önnur tungumál

Skyld orð: baráttamaður

baráttamaður tungumála orðabók gríska, baráttamaður á grísku

Þýðingar

  • barneign á grísku - τεκνοποίησης, αναπαραγωγική, τεκνοποίηση, αναπαραγωγική ηλικία, τεκνοποιίας
  • barátta á grísku - αγώνας, αγωνίζομαι, πάλη, μάχη, καταπολέμηση, αγώνα
  • bati á grísku - βελτίωση, ανάρρωση, ανάκτηση, ανάκτησης, ανάκαμψη, αποκατάστασης, ανάκαμψης
  • batna á grísku - βελτιώνομαι, ανάκτηση, ανακτήσει, ανακτούν, την ανάκτηση, ανακάμψει
Orð af handahófi
Baráttamaður á grísku - Orðabók: íslenska » gríska
Þýðingar: αγωνιστής, αγωνίζεται, αγωνίζονται, παλεύουν, που αγωνίζονται, παλεύει