Barnaveiki á grísku
Þýðing: barnaveiki, Orðabók: íslenska » gríska
Upprunalega tungumál:
íslenska
Markmiðs Tungumál:
gríska
Þýðingar:
διφθερίτιδα, διφθερίτιδας, της διφθερίτιδας, διφθερίτιδος, της διφθερίτιδος
Önnur tungumál
Skyld orð: barnaveiki
barnaveiki tungumála orðabók gríska, barnaveiki á grísku
Þýðingar
- barmur á grísku - άκρη, χείλος, άκρο, ακμή, ακμής
- barn á grísku - παιδί, παιδιού, το παιδί, παιδικής, του παιδιού
- barneign á grísku - τεκνοποίησης, αναπαραγωγική, τεκνοποίηση, αναπαραγωγική ηλικία, τεκνοποιίας
- barátta á grísku - αγώνας, αγωνίζομαι, πάλη, μάχη, καταπολέμηση, αγώνα
Orð af handahófi
Barnaveiki á grísku - Orðabók: íslenska » gríska
Þýðingar: διφθερίτιδα, διφθερίτιδας, της διφθερίτιδας, διφθερίτιδος, της διφθερίτιδος
Þýðingar: διφθερίτιδα, διφθερίτιδας, της διφθερίτιδας, διφθερίτιδος, της διφθερίτιδος