Barneign á grísku
Þýðing: barneign, Orðabók: íslenska » gríska
Upprunalega tungumál:
íslenska
Markmiðs Tungumál:
gríska
Þýðingar:
τεκνοποίησης, αναπαραγωγική, τεκνοποίηση, αναπαραγωγική ηλικία, τεκνοποιίας
Önnur tungumál
Skyld orð: barneign
úr barneign, barneign og heilsa, barneign tungumála orðabók gríska, barneign á grísku
Þýðingar
- barn á grísku - παιδί, παιδιού, το παιδί, παιδικής, του παιδιού
- barnaveiki á grísku - διφθερίτιδα, διφθερίτιδας, της διφθερίτιδας, διφθερίτιδος, της διφθερίτιδος
- barátta á grísku - αγώνας, αγωνίζομαι, πάλη, μάχη, καταπολέμηση, αγώνα
- baráttamaður á grísku - αγωνιστής, αγωνίζεται, αγωνίζονται, παλεύουν, που αγωνίζονται, παλεύει
Orð af handahófi
Barneign á grísku - Orðabók: íslenska » gríska
Þýðingar: τεκνοποίησης, αναπαραγωγική, τεκνοποίηση, αναπαραγωγική ηλικία, τεκνοποιίας
Þýðingar: τεκνοποίησης, αναπαραγωγική, τεκνοποίηση, αναπαραγωγική ηλικία, τεκνοποιίας