Bati á grísku

Þýðing: bati, Orðabók: íslenska » gríska

Upprunalega tungumál:
íslenska
Markmiðs Tungumál:
gríska
Þýðingar:
βελτίωση, ανάρρωση, ανάκτηση, ανάκτησης, ανάκαμψη, αποκατάστασης, ανάκαμψης
Bati á grísku
Skyld orð
Önnur tungumál

Skyld orð: bati

batiactu, bati orient, bati villa, bati renov, bati avenue, bati tungumála orðabók gríska, bati á grísku

Þýðingar

  • barátta á grísku - αγώνας, αγωνίζομαι, πάλη, μάχη, καταπολέμηση, αγώνα
  • baráttamaður á grísku - αγωνιστής, αγωνίζεται, αγωνίζονται, παλεύουν, που αγωνίζονται, παλεύει
  • batna á grísku - βελτιώνομαι, ανάκτηση, ανακτήσει, ανακτούν, την ανάκτηση, ανακάμψει
  • bauja á grísku - σημαδούρα, σημαντήρα, πλωτήρα, σημαντήρας, Πλωτήρας
Orð af handahófi
Bati á grísku - Orðabók: íslenska » gríska
Þýðingar: βελτίωση, ανάρρωση, ανάκτηση, ανάκτησης, ανάκαμψη, αποκατάστασης, ανάκαμψης