Birgja á grísku

Þýðing: birgja, Orðabók: íslenska » gríska

Upprunalega tungumál:
íslenska
Markmiðs Tungumál:
gríska
Þýðingar:
προμήθεια, επιπλώνω, παρέχω, προμηθεύω, παροχή, χορήγηση, προνοώ, προμηθευτές, προμηθευτών, τους προμηθευτές, οι προμηθευτές, των προμηθευτών
Birgja á grísku
Skyld orð
Önnur tungumál

Skyld orð: birgja

birgir birgja, vörunúmer birgja, birgja sig upp, birgja tungumála orðabók gríska, birgja á grísku

Þýðingar

  • binda á grísku - δένω, γραβάτα, ισοπαλία, ισοπαλίας, δεσμό, δεσμός
  • bindi á grísku - δένω, ποσότητα, γραβάτα, φιόγκος, τόξο, φωνή, όγκος, ...
  • birki á grísku - σημύδα, σημύδας, σημύδων, η σημύδα, από σημύδα
  • birta á grísku - ανάβω, ξανθός, φωτερός, φωτίζω, δημοσιεύω, δημοσιεύει, δημοσιεύουν, ...
Orð af handahófi
Birgja á grísku - Orðabók: íslenska » gríska
Þýðingar: προμήθεια, επιπλώνω, παρέχω, προμηθεύω, παροχή, χορήγηση, προνοώ, προμηθευτές, προμηθευτών, τους προμηθευτές, οι προμηθευτές, των προμηθευτών