Brynvagn á grísku

Þýðing: brynvagn, Orðabók: íslenska » gríska

Upprunalega tungumál:
íslenska
Markmiðs Tungumál:
gríska
Þýðingar:
δεξαμενή, θωρακισμένα οχήματα, τεθωρακισμένα οχήματα, θωρακισμένα αυτοκίνητα, τεθωρακισμένων οχημάτων, θωρακισμένων οχημάτων
Brynvagn á grísku
Skyld orð
Önnur tungumál

Skyld orð: brynvagn

brynvagn tungumála orðabók gríska, brynvagn á grísku

Þýðingar

  • brydda á grísku - επενδύω, μεθόριος, ρυτίδα, ρέλι, παρατάσσω, γραμμή, σύνορο, ...
  • bryggja á grísku - μόλος, αποβάθρα, τυφλοπόντικας, Pier, Προβλήτα, προβλήτας, την αποβάθρα
  • bryti á grísku - επιστάτης, οικονόμος, θαλαμηπόλος, αθέτηση, παραβιάζουν, παραβίαση, παραβιάζει, ...
  • bryðja á grísku - πρωταθλητής, champ, πρωταθλητή, πρωτάθλημα
Orð af handahófi
Brynvagn á grísku - Orðabók: íslenska » gríska
Þýðingar: δεξαμενή, θωρακισμένα οχήματα, τεθωρακισμένα οχήματα, θωρακισμένα αυτοκίνητα, τεθωρακισμένων οχημάτων, θωρακισμένων οχημάτων