Dælda á grísku
Þýðing: dælda, Orðabók: íslenska » gríska
Upprunalega tungumál:
íslenska
Markmiðs Tungumál:
gríska
Þýðingar:
στραπατσάρισμα, βαθουλώνω, βαθούλωμα, εσοχές, εσοχών, υποδοχές, κοιλότητες, εγκοπές
Önnur tungumál
Skyld orð: dælda
dælda tungumála orðabók gríska, dælda á grísku
Þýðingar
- dæla á grísku - αντλία, φουσκώνω, τρόμπα, αντλίας, της αντλίας, αντλιών, την αντλία
- dæld á grísku - κούφιος, βαθουλωμένος, κοίλος, υπόκωφος, σκασίματα, διάβρωση, ευλογίαση, ...
- dæma á grísku - καταδίκη, καταδικάζω, δικάζω, κριτής, πρόταση, δικαστής, δικαστή, ...
- dæmi á grísku - παράδειγμα, υπόδειγμα, π.χ., παραδείγματι, παραδείγματος χάριν
Orð af handahófi
Dælda á grísku - Orðabók: íslenska » gríska
Þýðingar: στραπατσάρισμα, βαθουλώνω, βαθούλωμα, εσοχές, εσοχών, υποδοχές, κοιλότητες, εγκοπές
Þýðingar: στραπατσάρισμα, βαθουλώνω, βαθούλωμα, εσοχές, εσοχών, υποδοχές, κοιλότητες, εγκοπές