Dæma á grísku
Þýðing: dæma, Orðabók: íslenska » gríska
Upprunalega tungumál:
íslenska
Markmiðs Tungumál:
gríska
Þýðingar:
καταδίκη, καταδικάζω, δικάζω, κριτής, πρόταση, δικαστής, δικαστή, δικαστήριο, κριτή
Skyld orð
Önnur tungumál
Skyld orð: dæma
dæma sameiginlega forsjá, dæma sameiginlegt forræði, dæma tungumála orðabók gríska, dæma á grísku
Þýðingar
- dæld á grísku - κούφιος, βαθουλωμένος, κοίλος, υπόκωφος, σκασίματα, διάβρωση, ευλογίαση, ...
- dælda á grísku - στραπατσάρισμα, βαθουλώνω, βαθούλωμα, εσοχές, εσοχών, υποδοχές, κοιλότητες, ...
- dæmi á grísku - παράδειγμα, υπόδειγμα, π.χ., παραδείγματι, παραδείγματος χάριν
- díki á grísku - χαντάκι, τάφρος, βάλτος, κέλυφος, Slough, νεκρωμένου ιστού, τέλμα της αποθάρρυνσης
Orð af handahófi
Dæma á grísku - Orðabók: íslenska » gríska
Þýðingar: καταδίκη, καταδικάζω, δικάζω, κριτής, πρόταση, δικαστής, δικαστή, δικαστήριο, κριτή
Þýðingar: καταδίκη, καταδικάζω, δικάζω, κριτής, πρόταση, δικαστής, δικαστή, δικαστήριο, κριτή