Dívan á grísku

Þýðing: dívan, Orðabók: íslenska » gríska

Upprunalega tungumál:
íslenska
Markmiðs Tungumál:
gríska
Þýðingar:
καναπές, ανάκλιντρο, ντιβάνι, πρώτη αοιδός μελοδράματος, Diva, ντίβα, ντίβας, ντίβα της
Dívan á grísku
Skyld orð
Önnur tungumál

Skyld orð: dívan

dívan tungumála orðabók gríska, dívan á grísku

Þýðingar

  • díki á grísku - χαντάκι, τάφρος, βάλτος, κέλυφος, Slough, νεκρωμένου ιστού, τέλμα της αποθάρρυνσης
  • dís á grísku - νεράιδα, θεά, Dis, του DIS, ϋίδ, το DIS
  • dómari á grísku - δικάζω, κριτής, διαιτητής, Διαιτητή, Κριτής, Διαιτητών, Κριτή
  • dómkirkja á grísku - καθεδρικός ναός, καθεδρικός, καθεδρικό ναό, τον καθεδρικό ναό, καθεδρικό ναό του
Orð af handahófi
Dívan á grísku - Orðabók: íslenska » gríska
Þýðingar: καναπές, ανάκλιντρο, ντιβάνι, πρώτη αοιδός μελοδράματος, Diva, ντίβα, ντίβας, ντίβα της