Dómkirkja á grísku
Þýðing: dómkirkja, Orðabók: íslenska » gríska
Upprunalega tungumál:
íslenska
Markmiðs Tungumál:
gríska
Þýðingar:
καθεδρικός ναός, καθεδρικός, καθεδρικό ναό, τον καθεδρικό ναό, καθεδρικό ναό του
Önnur tungumál
Skyld orð: dómkirkja
dómkirkja reykjavík, dómkirkja krists konungs, niðarós dómkirkja, dómkirkja reykjavíkur, dómkirkja á ensku, dómkirkja tungumála orðabók gríska, dómkirkja á grísku
Þýðingar
- dívan á grísku - καναπές, ανάκλιντρο, ντιβάνι, πρώτη αοιδός μελοδράματος, Diva, ντίβα, ντίβας, ...
- dómari á grísku - δικάζω, κριτής, διαιτητής, Διαιτητή, Κριτής, Διαιτητών, Κριτή
- dómstóll á grísku - επιτροπή, ερωτοτροπώ, δικαστήριο, αυλή, γήπεδο, Δικαστηρίου, δικαστικών, ...
- dómur á grísku - ετυμηγορία, κρίση, δικαστική απόφαση, απόφαση, αποφάσεως, απόφασης
Orð af handahófi
Dómkirkja á grísku - Orðabók: íslenska » gríska
Þýðingar: καθεδρικός ναός, καθεδρικός, καθεδρικό ναό, τον καθεδρικό ναό, καθεδρικό ναό του
Þýðingar: καθεδρικός ναός, καθεδρικός, καθεδρικό ναό, τον καθεδρικό ναό, καθεδρικό ναό του