Dót á grísku
Þýðing: dót, Orðabók: íslenska » gríska
Upprunalega tungumál:
íslenska
Markmiðs Tungumál:
gríska
Þýðingar:
υπάρχοντα, υλικό, πράγματα, ουσία, τα πράγματα, προσωπικό
Skyld orð
Önnur tungumál
Skyld orð: dót
dót í bílinn, dót í bíl, dót fyrir 2 ára, dót til sölu, gamalt dót, dót tungumála orðabók gríska, dót á grísku
Þýðingar
- dós á grísku - κασσίτερος, κάσα, κουτί, μπορώ, πυγμαχώ, κονσέρβα, Κάνιστρο, ...
- dósent á grísku - αναγνώστης, Συνεργάτης, Αναπληρωτής, Αναπληρώτρια, Αναπληρωτή, Αναπλ
- dóttir á grísku - κόρη, την κόρη, κόρης, η κόρη, της κόρης
- dögg á grísku - δρόσος, δροσιά, δρόσου, δροσιάς, δρόσο, τη δροσιά
Orð af handahófi
Dót á grísku - Orðabók: íslenska » gríska
Þýðingar: υπάρχοντα, υλικό, πράγματα, ουσία, τα πράγματα, προσωπικό
Þýðingar: υπάρχοντα, υλικό, πράγματα, ουσία, τα πράγματα, προσωπικό