Dúfa á grísku
Þýðing: dúfa, Orðabók: íslenska » gríska
Upprunalega tungumál:
íslenska
Markmiðs Tungumál:
gríska
Þýðingar:
περιστέρι, περιστεριού, περιστερά, το περιστέρι, περιστεριών
Skyld orð
Önnur tungumál
Skyld orð: dúfa
hvít dúfa, dúfa uppskrift, karlotta dúfa, dúbbi dúfa, dúfa dröfn ásbjörnsdóttir, dúfa tungumála orðabók gríska, dúfa á grísku
Þýðingar
- dökkur á grísku - σκούρος, μουχρός, σκοτεινός, μελαχρινός, σκοτάδι, σκούρο, σκοτεινό, ...
- dúa á grísku - κουνώ, σαλεύω, Ρυθμιστικό, Buffer, ρυθμιστικού, ρυθμιστικό διάλυμα, ρυθμιστικού διαλύματος
- dúkka á grísku - κούκλα, κούκλας, κούκλες, doll, κουκλών
- dúkur á grísku - ύφασμα, πράμα, πανί, υφάσματα, υφασμάτων, τα υφάσματα, υφασματα, ...
Orð af handahófi
Dúfa á grísku - Orðabók: íslenska » gríska
Þýðingar: περιστέρι, περιστεριού, περιστερά, το περιστέρι, περιστεριών
Þýðingar: περιστέρι, περιστεριού, περιστερά, το περιστέρι, περιστεριών