Daglegur á grísku
Þýðing: daglegur, Orðabók: íslenska » gríska
Upprunalega tungumál:
íslenska
Markmiðs Tungumál:
gríska
Þýðingar:
καθημερινός, καθημερινή, καθημερινά, καθημερινής, καθημερινές
Skyld orð
Önnur tungumál
Skyld orð: daglegur
duglegur blogg, daglegur rekstur hlutafélags, daglegur tungumála orðabók gríska, daglegur á grísku
Þýðingar
- dagbók á grísku - ημερολόγιο, ημερολογιακό, ημερολογιακού, ημερολογίου, ημερολογιακών
- daglega á grísku - καθημερινός, καθημερινά, καθημερινή, ημερήσια, καθημερινές, ημερήσιες
- dagsbirta á grísku - φως ημέρας, φως της ημέρας, φωτός της ημέρας, ημέρας, το φως της ημέρας
- dagskrá á grísku - πρόγραμμα, προγράμματος, του προγράμματος, το πρόγραμμα, προγραμμάτων
Orð af handahófi
Daglegur á grísku - Orðabók: íslenska » gríska
Þýðingar: καθημερινός, καθημερινή, καθημερινά, καθημερινής, καθημερινές
Þýðingar: καθημερινός, καθημερινή, καθημερινά, καθημερινής, καθημερινές