Dofi á grísku
Þýðing: dofi, Orðabók: íslenska » gríska
Upprunalega tungumál:
íslenska
Markmiðs Tungumál:
gríska
Þýðingar:
μούδιασμα, αιμωδία, μουδιάσματος, το μούδιασμα, μουδιάσματα
Skyld orð
Önnur tungumál
Skyld orð: dofi
dofi í höndum, dofi í hægri handlegg, dofi í tungu, dofi í handleggjum, dofi í handlegg, dofi tungumála orðabók gríska, dofi á grísku
Þýðingar
- djörfung á grísku - θάρρος, γενναιότητα, τόλμη, την τόλμη, παρρησία, τόλμης
- djúpur á grísku - βαθύς, βαθιά, βαθύ, βάθος, βαθιές
- doktor á grísku - ιατρός, γιατρός, PhD, διδακτορικό, Διδάκτωρ, διδακτορικού, διδακτορική
- dollari á grísku - δολάριο, δολαρίου, δολάρια, δολαρίων, του δολαρίου
Orð af handahófi
Dofi á grísku - Orðabók: íslenska » gríska
Þýðingar: μούδιασμα, αιμωδία, μουδιάσματος, το μούδιασμα, μουδιάσματα
Þýðingar: μούδιασμα, αιμωδία, μουδιάσματος, το μούδιασμα, μουδιάσματα