Drottnunargjarn á grísku
Þýðing: drottnunargjarn, Orðabók: íslenska » gríska
Upprunalega tungumál:
íslenska
Markmiðs Tungumál:
gríska
Þýðingar:
φιλόδοξος, κυριαρχία, κυριαρχίας, την κυριαρχία, της κυριαρχίας, επικράτηση
Skyld orð
Önnur tungumál
Skyld orð: drottnunargjarn
drottnunargjarn tungumála orðabók gríska, drottnunargjarn á grísku
Þýðingar
- drottna á grísku - βασιλεύω, κυβερνώ, ιθύνω, διέπω, αποφασίζω, κανόνας, κανόνα, ...
- drottning á grísku - βασίλισσα, Queen, Βασίλισσας, κρεβάτι queen, Ντάμα
- drukkinn á grísku - μεθυσμένος, φέσι, μεθυσμένοι, πίνεται, μεθυσμένο, πιει
- drukkna á grísku - πνίγομαι, μεθυσμένος, κατάσταση μέθης, σε κατάσταση μέθης, μέθης, μεθυσμένων
Orð af handahófi
Drottnunargjarn á grísku - Orðabók: íslenska » gríska
Þýðingar: φιλόδοξος, κυριαρχία, κυριαρχίας, την κυριαρχία, της κυριαρχίας, επικράτηση
Þýðingar: φιλόδοξος, κυριαρχία, κυριαρχίας, την κυριαρχία, της κυριαρχίας, επικράτηση