Duga á grísku
Þýðing: duga, Orðabók: íslenska » gríska
Upprunalega tungumál:
íslenska
Markmiðs Tungumál:
gríska
Þýðingar:
χρησιμεύω, όφελος, ωφελώ, επαρκώ, αρκεί, επαρκεί, επαρκούν, αρκούν, αρκεί για
Önnur tungumál
Skyld orð: duga
duga 3, duga devetka, duga petlovaca, duga mracna noc, duga uvala, duga tungumála orðabók gríska, duga á grísku
Þýðingar
- drúpa á grísku - φρύδια, τα φρύδια, brows, φρυδιών, στα φρύδια
- duft á grísku - πασπαλίζω, πούδρα, σκόνη, σκόνης, σε σκόνη, κόνεως
- duglegur á grísku - έξυπνος, αποδοτικός, αποτελεσματικός, αποτελεσματική, αποδοτικό, αποτελεσματικό
- dugnaður á grísku - ικανότητα, αποδοτικότητα, απόδοσης, αποτελεσματικότητα, αποτελεσματικότητας, αποδοτικότητας
Orð af handahófi
Duga á grísku - Orðabók: íslenska » gríska
Þýðingar: χρησιμεύω, όφελος, ωφελώ, επαρκώ, αρκεί, επαρκεί, επαρκούν, αρκούν, αρκεί για
Þýðingar: χρησιμεύω, όφελος, ωφελώ, επαρκώ, αρκεί, επαρκεί, επαρκούν, αρκούν, αρκεί για