Duglegur á grísku

Þýðing: duglegur, Orðabók: íslenska » gríska

Upprunalega tungumál:
íslenska
Markmiðs Tungumál:
gríska
Þýðingar:
έξυπνος, αποδοτικός, αποτελεσματικός, αποτελεσματική, αποδοτικό, αποτελεσματικό
Duglegur á grísku
Skyld orð
Önnur tungumál

Skyld orð: duglegur

duglegur á ensku, duglegur english, duglegur enska, duglegur tungumála orðabók gríska, duglegur á grísku

Þýðingar

  • duft á grísku - πασπαλίζω, πούδρα, σκόνη, σκόνης, σε σκόνη, κόνεως
  • duga á grísku - χρησιμεύω, όφελος, ωφελώ, επαρκώ, αρκεί, επαρκεί, επαρκούν, ...
  • dugnaður á grísku - ικανότητα, αποδοτικότητα, απόδοσης, αποτελεσματικότητα, αποτελεσματικότητας, αποδοτικότητας
  • dul á grísku - έπαρση, αλαζονεία, μυστικό, μυστική, μυστικές, μυστικών, μυστικά
Orð af handahófi
Duglegur á grísku - Orðabók: íslenska » gríska
Þýðingar: έξυπνος, αποδοτικός, αποτελεσματικός, αποτελεσματική, αποδοτικό, αποτελεσματικό