Dul á grísku
Þýðing: dul, Orðabók: íslenska » gríska
Upprunalega tungumál:
íslenska
Markmiðs Tungumál:
gríska
Þýðingar:
έπαρση, αλαζονεία, μυστικό, μυστική, μυστικές, μυστικών, μυστικά
Önnur tungumál
Skyld orð: dul
dul sumbang mp3, dul sumbang, dul lulija te bunari, dul maia, dol guldur, dul tungumála orðabók gríska, dul á grísku
Þýðingar
- duglegur á grísku - έξυπνος, αποδοτικός, αποτελεσματικός, αποτελεσματική, αποδοτικό, αποτελεσματικό
- dugnaður á grísku - ικανότητα, αποδοτικότητα, απόδοσης, αποτελεσματικότητα, αποτελεσματικότητας, αποδοτικότητας
- dumbungur á grísku - σκοτεινός, σκούρος, μελαχρινός, μουχρός, χαζή, άλαλος, χαζός, ...
- dvelja á grísku - κατοικώ, διαμένω, διαμονή, παραμονή, μείνετε, μείνουν, μείνει
Orð af handahófi
Dul á grísku - Orðabók: íslenska » gríska
Þýðingar: έπαρση, αλαζονεία, μυστικό, μυστική, μυστικές, μυστικών, μυστικά
Þýðingar: έπαρση, αλαζονεία, μυστικό, μυστική, μυστικές, μυστικών, μυστικά