Eilífð á grísku

Þýðing: eilífð, Orðabók: íslenska » gríska

Upprunalega tungumál:
íslenska
Markmiðs Tungumál:
gríska
Þýðingar:
αιωνιότητα, την αιωνιότητα, αιωνιότητας, αιώνια, στην αιωνιότητα
Eilífð á grísku
Skyld orð
Önnur tungumál

Skyld orð: eilífð

eilífð auðn, eilífð tungumála orðabók gríska, eilífð á grísku

Þýðingar

  • eik á grísku - δρύινος, βελανιδιά, δρυς, δρύινα, βελανιδιάς, δρυός
  • eilífur á grísku - παντοτινός, αιώνιος, διαχρονικό, διαχρονική, διαχρονικές, άχρονη, άχρονο
  • einangra á grísku - απομονώνω, διαχωρίζω, απομόνωση, απομόνωσης, την απομόνωση, μεμονωμένα, η απομόνωση
Orð af handahófi
Eilífð á grísku - Orðabók: íslenska » gríska
Þýðingar: αιωνιότητα, την αιωνιότητα, αιωνιότητας, αιώνια, στην αιωνιότητα