Eindreginn á grísku
Þýðing: eindreginn, Orðabók: íslenska » gríska
Upprunalega tungumál:
íslenska
Markmiðs Tungumál:
gríska
Þýðingar:
εδραίος, ρητός, κατηγορηματικός, εταιρία, σαφής, σταθερός, δέσμευση, δέσμευσή, δέσμευσης, τη δέσμευσή, τη δέσμευση
Skyld orð
Önnur tungumál
Skyld orð: eindreginn
eindreginn tungumála orðabók gríska, eindreginn á grísku
Þýðingar
- einangra á grísku - απομονώνω, διαχωρίζω, απομόνωση, απομόνωσης, την απομόνωση, μεμονωμένα, η απομόνωση
- einfaldur á grísku - απλός, απλούς, απλή, απλό, απλά
- einfalt á grísku - μόνος, μονός, ανύπαντρος, μονόκλινος, απλός, απλούς, απλή, ...
Orð af handahófi
Eindreginn á grísku - Orðabók: íslenska » gríska
Þýðingar: εδραίος, ρητός, κατηγορηματικός, εταιρία, σαφής, σταθερός, δέσμευση, δέσμευσή, δέσμευσης, τη δέσμευσή, τη δέσμευση
Þýðingar: εδραίος, ρητός, κατηγορηματικός, εταιρία, σαφής, σταθερός, δέσμευση, δέσμευσή, δέσμευσης, τη δέσμευσή, τη δέσμευση