Einkenna á grísku
Þýðing: einkenna, Orðabók: íslenska » gríska
Upprunalega tungumál:
íslenska
Markmiðs Tungumál:
gríska
Þýðingar:
συμπτώματα, συμπτωμάτων, τα συμπτώματα, συμπτώματα που, των συμπτωμάτων
Önnur tungumál
Skyld orð: einkenna
einkenna tungumála orðabók gríska, einkenna á grísku
Þýðingar
- einkaleyfi á grísku - ευρεσιτεχνία, δίπλωμα ευρεσιτεχνίας, διπλώματος ευρεσιτεχνίας, ευρεσιτεχνίας, διπλωμάτων ευρεσιτεχνίας
- einkasala á grísku - μονοπώλιο, μονοπώλια, μονοπωλίων, τα μονοπώλια, των μονοπωλίων
- einkenni á grísku - σημαίνω, βαθμός, σημειώνω, χαρακτηριστικά, χαρακτηριστικών, τα χαρακτηριστικά, χαρακτηριστικά που, ...
- einkennilegur á grísku - παράδοξος, παράξενος, μονός, ιδιόμορφος, περίεργη, ιδιόμορφη, ιδιόμορφο, ...
Orð af handahófi
Einkenna á grísku - Orðabók: íslenska » gríska
Þýðingar: συμπτώματα, συμπτωμάτων, τα συμπτώματα, συμπτώματα που, των συμπτωμάτων
Þýðingar: συμπτώματα, συμπτωμάτων, τα συμπτώματα, συμπτώματα που, των συμπτωμάτων