Einkum á grísku
Þýðing: einkum, Orðabók: íslenska » gríska
Upprunalega tungumál:
íslenska
Markmiðs Tungumál:
gríska
Þýðingar:
ιδίως, ειδικά, ιδιαίτερα, κυρίως, ειδικότερα
Skyld orð
Önnur tungumál
Skyld orð: einkum
einkum tungumála orðabók gríska, einkum á grísku
Þýðingar
- einkenni á grísku - σημαίνω, βαθμός, σημειώνω, χαρακτηριστικά, χαρακτηριστικών, τα χαρακτηριστικά, χαρακτηριστικά που, ...
- einkennilegur á grísku - παράδοξος, παράξενος, μονός, ιδιόμορφος, περίεργη, ιδιόμορφη, ιδιόμορφο, ...
- einkunn á grísku - βαθμολογώ, σημειώνω, βαθμός, σημαίνω, εκτίμηση, βαθμολογία, αξιολόγησης, ...
- einlægni á grísku - ειλικρίνεια, την ειλικρίνεια, ειλικρίνειας, ειλικρίνειά, η ειλικρίνεια
Orð af handahófi
Einkum á grísku - Orðabók: íslenska » gríska
Þýðingar: ιδίως, ειδικά, ιδιαίτερα, κυρίως, ειδικότερα
Þýðingar: ιδίως, ειδικά, ιδιαίτερα, κυρίως, ειδικότερα