Elting á grísku
Þýðing: elting, Orðabók: íslenska » gríska
Upprunalega tungumál:
íslenska
Markmiðs Tungumál:
gríska
Þýðingar:
καταδίωξη, επίτευγμα, ασχολία, παρακολούθησης, εντοπισμού, παρακολούθηση, εντοπισμό
Önnur tungumál
Skyld orð: elting
elting prishtine, elting electronics, melting pot, elting library hours, elting p, elting tungumála orðabók gríska, elting á grísku
Þýðingar
- elskhugi á grísku - εραστής, εραστές, Οι λάτρεις, λάτρεις, λάτρεις της, τους λάτρεις
- elta á grísku - επιδιώκω, ασκώ, κυνηγώ, παγανίζω, κυνηγητό, καταδίωξη, Chase, ...
- embætti á grísku - θέση, τοποθεσία, τοποθετώ, γραφείο, Office, γραφείου, γραφείων, ...
- embættismaður á grísku - επίσημος, αξιωματικός, επίσημες, επίσημη, επίσημων, επίσημο
Orð af handahófi
Elting á grísku - Orðabók: íslenska » gríska
Þýðingar: καταδίωξη, επίτευγμα, ασχολία, παρακολούθησης, εντοπισμού, παρακολούθηση, εντοπισμό
Þýðingar: καταδίωξη, επίτευγμα, ασχολία, παρακολούθησης, εντοπισμού, παρακολούθηση, εντοπισμό