Fól á grísku
Þýðing: fól, Orðabók: íslenska » gríska
Upprunalega tungumál:
íslenska
Markmiðs Tungumál:
gríska
Þýðingar:
περιλαμβάνονται, περιλαμβάνεται, συμπεριλαμβάνεται, που περιλαμβάνονται, συμπεριλαμβάνονται
Önnur tungumál
Skyld orð: fól
jiří fól, ácido fól, jaromír fól, jindřich fól, tomáš fól, fól tungumála orðabók gríska, fól á grísku
Þýðingar
- fíkja á grísku - σύκα, Σχ, Σχήματα, Εικ, Τα Σχ
- fínn á grísku - εκλεπτυσμένος, πρόστιμο, κομψός, ψιλή, αίθριος, φίνος, προστίμου, ...
- fólk á grísku - κόσμος, άνθρωποι, άνθρωπος, ανθρώπους, άτομα, ανθρώπων, οι άνθρωποι
- fólksfjöldi á grísku - πληθυσμός, πληθυσμού, πληθυσμό, του πληθυσμού, τον πληθυσμό
Orð af handahófi
Fól á grísku - Orðabók: íslenska » gríska
Þýðingar: περιλαμβάνονται, περιλαμβάνεται, συμπεριλαμβάνεται, που περιλαμβάνονται, συμπεριλαμβάνονται
Þýðingar: περιλαμβάνονται, περιλαμβάνεται, συμπεριλαμβάνεται, που περιλαμβάνονται, συμπεριλαμβάνονται