Fag á grísku
Þýðing: fag, Orðabók: íslenska » gríska
Upprunalega tungumál:
íslenska
Markmiðs Tungumál:
gríska
Þýðingar:
θέμα, υπήκοος, αντικείμενο, υποκείμενο, πούστης, της FAG, ομοφυλόφιλος, δούλος
Önnur tungumál
Skyld orð: fag
fag hag, fag tungumála orðabók gríska, fag á grísku
Þýðingar
- eðlilegur á grísku - κανονικός, φυσιολογικός, κανονική, κανονικής, κανονικές
- eðlisfræði á grísku - φυσική, Φυσικής, της φυσικής, τη φυσική, Physics
- fagna á grísku - χαίρομαι, πανηγυρίζω, καλωσόρισμα, ευπρόσδεκτος, ευπρόσδεκτη, Καλώς ήρθατε, ευπρόσδεκτοι
- fagur á grísku - όμορφος, πανηγύρι, δίκαιος, ξανθός, εικόνες, φυτογραφίες, φωτογραφίες, ...
Orð af handahófi
Fag á grísku - Orðabók: íslenska » gríska
Þýðingar: θέμα, υπήκοος, αντικείμενο, υποκείμενο, πούστης, της FAG, ομοφυλόφιλος, δούλος
Þýðingar: θέμα, υπήκοος, αντικείμενο, υποκείμενο, πούστης, της FAG, ομοφυλόφιλος, δούλος