Fjölhæfur á grísku
Þýðing: fjölhæfur, Orðabók: íslenska » gríska
Upprunalega tungumál:
íslenska
Markmiðs Tungumál:
gríska
Þýðingar:
πολύπλευρος, Ευέλικτη, Ευέλικτο, Versatile, Ευέλικτος
Önnur tungumál
Skyld orð: fjölhæfur
fjölhæfur tungumála orðabók gríska, fjölhæfur á grísku
Þýðingar
- fjölbreyttur á grísku - διάφορα, διάφορος, ποικίλες, ποικιλόμορφη, ποικίλα, διαφορετικές, ποικίλο
- fjöldi á grísku - πλήθος, αριθμός, αριθμό, αριθμού, τον αριθμό, σειρά
- fjölmenna á grísku - πλήθος, συγκεντρώσει, συγκεντρωθούν, συγκεντρώνουν, συλλέξει, συλλέγουν
- fjölskylda á grísku - οικογένεια, οικογένειας, οικογενειακή, οικογένειά, της οικογένειας
Orð af handahófi
Fjölhæfur á grísku - Orðabók: íslenska » gríska
Þýðingar: πολύπλευρος, Ευέλικτη, Ευέλικτο, Versatile, Ευέλικτος
Þýðingar: πολύπλευρος, Ευέλικτη, Ευέλικτο, Versatile, Ευέλικτος