Flugvél á grísku

Þýðing: flugvél, Orðabók: íslenska » gríska

Upprunalega tungumál:
íslenska
Markmiðs Tungumál:
gríska
Þýðingar:
αεροπλάνο, επίπεδο, επιπέδου, επίπεδο που, επίπεδο συμμετρίας
Flugvél á grísku
Skyld orð
Önnur tungumál

Skyld orð: flugvél

flugvél týndist, flugvél malasía, flugvél hverfur, flugvél og geimskip, flugvél til leigu, flugvél tungumála orðabók gríska, flugvél á grísku

Þýðingar

  • flugmaður á grísku - πιλοτάρω, αεροπόρος, πιλότος, πιλοτικά, πιλοτικό, πιλοτικών, πιλοτική
  • flugmál á grísku - αεροπορία, Αεροπορίας, της Αεροπορίας, Χειρισμού Αεροσκαφών, Aviation
  • flugvöllur á grísku - αεροδρόμιο, το αεροδρόμιο, αεροδρόμιο της, αεροδρόμιο του, το αεροδρόμιο της
  • flutningsbíll á grísku - αυτοκίνητο, αυτοκινήτων, αυτοκινήτου, το αυτοκίνητο, αυτοκίνητό
Orð af handahófi
Flugvél á grísku - Orðabók: íslenska » gríska
Þýðingar: αεροπλάνο, επίπεδο, επιπέδου, επίπεδο που, επίπεδο συμμετρίας