Forsjá á grísku
Þýðing: forsjá, Orðabók: íslenska » gríska
Upprunalega tungumál:
íslenska
Markmiðs Tungumál:
gríska
Þýðingar:
προνοητικότητα, επιμέλεια, φύλαξη, κράτηση, επιμέλειας, την επιμέλεια
Skyld orð
Önnur tungumál
Skyld orð: forsjá
forsjá bland, sameiginleg forsjá, forsjá barna, forsjá lögheimili, forsjá og umgengni, forsjá tungumála orðabók gríska, forsjá á grísku
Þýðingar
- forsenda á grísku - αξίωμα, κατάστημα, οίκημα, υπόθεση, προϋπόθεση, παραδοχή, αρχή, ...
- forseti á grísku - πρόεδρος, Πρόεδρε, Προέδρου, Πρόεδρο, Πρόεδρό
- forstjóri á grísku - σκηνοθέτης, διευθυντής, Διευθύνων Σύμβουλος, CEO, Διευθύνων Σύμβουλος της, CEO της, Διευθύνοντος Συμβούλου
- forstofa á grísku - αίθουσα, Hall, αίθουσας, Μέγαρο, χωλ
Orð af handahófi
Forsjá á grísku - Orðabók: íslenska » gríska
Þýðingar: προνοητικότητα, επιμέλεια, φύλαξη, κράτηση, επιμέλειας, την επιμέλεια
Þýðingar: προνοητικότητα, επιμέλεια, φύλαξη, κράτηση, επιμέλειας, την επιμέλεια