Fullur á grísku

Þýðing: fullur, Orðabók: íslenska » gríska

Upprunalega tungumál:
íslenska
Markmiðs Tungumál:
gríska
Þýðingar:
πλήρης, ολικός, γεμάτος, φέσι, μεθυσμένος, μεστός, πλήρη, πλήρους, πλήρως, πλήρες
Fullur á grísku
Skyld orð
Önnur tungumál

Skyld orð: fullur

fullur fyllri, fullur ristill, fullur fyllri fyllstur, fuller drill 063, fullur á hjóli, fullur tungumála orðabók gríska, fullur á grísku

Þýðingar

  • fullnægja á grísku - πραγματοποιώ, εκπληρώνω, ικανοποιώ, χορταίνω, ικανοποιούν, Ικανοποιήστε, να πείθει
  • fulltrúi á grísku - αντιπρόσωπος, αντιπροσωπευτικός, εκπρόσωπος, αντιπροσωπευτικές, αντιπρόσωπο
  • fullvissa á grísku - βεβαιότητα, σιγουριά, διαβεβαίωση, εγγύηση, καθησυχάσει, καθησυχάσω, διαβεβαιώσω, ...
  • fullyrða á grísku - βεβαιώνω, επικυρώνω, υποστηρίζω, διεκδικώ, διαβεβαιώνω, αξίωση, ισχυρισμός, ...
Orð af handahófi
Fullur á grísku - Orðabók: íslenska » gríska
Þýðingar: πλήρης, ολικός, γεμάτος, φέσι, μεθυσμένος, μεστός, πλήρη, πλήρους, πλήρως, πλήρες