Fylgsni á grísku
Þýðing: fylgsni, Orðabók: íslenska » gríska
Upprunalega tungumál:
íslenska
Markmiðs Tungumál:
gríska
Þýðingar:
κρησφύγετο, κρυψώνα, την Κρυψώνα, κρύπτη
Skyld orð
Önnur tungumál
Skyld orð: fylgsni
fylgsni tungumála orðabók gríska, fylgsni á grísku
Þýðingar
- fylgi á grísku - συμπαράσταση, επικουρία, υποστήριγμα, βοηθός, στήριγμα, αρωγή, βοήθεια, ...
- fylgja á grísku - συνοδεύω, συμπαράσταση, υποστήριγμα, ακολουθώ, βοήθεια, στήριγμα, ακολουθήστε, ...
- fylkingararmur á grísku - πλευρό, πλαγιά, βραχίονα, βραχίονας, οπλίζει, οπλίσετε, το βραχίονα
- fylla á grísku - γεμίζω, γέμισμα, αναπληρώσει, συμπληρώστε, συμπληρώσετε, γεμίσει
Orð af handahófi
Fylgsni á grísku - Orðabók: íslenska » gríska
Þýðingar: κρησφύγετο, κρυψώνα, την Κρυψώνα, κρύπτη
Þýðingar: κρησφύγετο, κρυψώνα, την Κρυψώνα, κρύπτη