Gæta á grísku

Þýðing: gæta, Orðabók: íslenska » gríska

Upprunalega tungumál:
íslenska
Markmiðs Tungumál:
gríska
Þýðingar:
ρολόι, φρουρά, παρακολουθώ, βλέπω, φροντίδα, περίθαλψη, φροντίδας, περίθαλψης, προσοχή
Gæta á grísku
Skyld orð
Önnur tungumál

Skyld orð: gæta

gæta meðalhófs, gæta jafnræðis, gæta tungumála orðabók gríska, gæta á grísku

Þýðingar

  • gáta á grísku - κοσκινίζω, προβληματίζω, γρίφος, αίνιγμα, Riddle, γρίφο, το αίνιγμα
  • gæs á grísku - χήνα, χήνας, χήνες, της χήνας, χηνών
  • gætilega á grísku - επιφυλακτικά, προσεκτικά, προσοχή, με προσοχή, προσεκτική, προσεχτικά
  • gæði á grísku - επίδομα, όφελος, ωφέλεια, ποιότητα, επωφελούμαι, ποιότητας, της ποιότητας, ...
Orð af handahófi
Gæta á grísku - Orðabók: íslenska » gríska
Þýðingar: ρολόι, φρουρά, παρακολουθώ, βλέπω, φροντίδα, περίθαλψη, φροντίδας, περίθαλψης, προσοχή