Góðvild á grísku
Þýðing: góðvild, Orðabók: íslenska » gríska
Upprunalega tungumál:
íslenska
Markmiðs Tungumál:
gríska
Þýðingar:
καλοσύνη, την καλοσύνη, καλοσύνης, τω Θεώ, Θεώ
Önnur tungumál
Skyld orð: góðvild
góðvild tungumála orðabók gríska, góðvild á grísku
Þýðingar
- gómur á grísku - υπερώα, ουρανίσκος, ουρανίσκο, υπερώας, τον ουρανίσκο
- góður á grísku - αγαθός, καλός, καλή, καλό, καλής, καλές
- göfugur á grísku - γενναιόδωρος, ανοιχτοχέρης, αβρός, ευγενής, ευγενή, ευγενούς, ευγενών, ...
- göng á grísku - διάβαση, κείμενο, διάδρομος, σήραγγα, τούνελ, σήραγγας, της σήραγγας, ...
Orð af handahófi
Góðvild á grísku - Orðabók: íslenska » gríska
Þýðingar: καλοσύνη, την καλοσύνη, καλοσύνης, τω Θεώ, Θεώ
Þýðingar: καλοσύνη, την καλοσύνη, καλοσύνης, τω Θεώ, Θεώ