Geð á grísku

Þýðing: geð, Orðabók: íslenska » gríska

Upprunalega tungumál:
íslenska
Markmiðs Tungumál:
gríska
Þýðingar:
διάθεση, μετριάζω, σκληραίνω, οργή, πνεύμα, πνεύματος, το πνεύμα, ποτών, ποτά
Geð á grísku
Skyld orð
Önnur tungumál

Skyld orð: geð

geð tungumála orðabók gríska, geð á grísku

Þýðingar

  • geymir á grísku - δεξαμενή, καταστήματα, αποθηκεύει, καταστημάτων, τα καταστήματα, αποθήκες
  • geymsla á grísku - αποθήκευση, αποθήκευσης, την αποθήκευση, αποθεματοποίησης, αποθεματοποίηση
  • geðjast á grísku - ευχαριστώ, παρακαλώ, ευχαριστημένος, ευτυχής, ευχάριστη θέση, στην ευχάριστη, στην ευχάριστη θέση
  • geðveikur á grísku - θυμωμένος, κουζουλός, λωλός, τρελός, παράφρων, τρελό, παράφρονες, ...
Orð af handahófi
Geð á grísku - Orðabók: íslenska » gríska
Þýðingar: διάθεση, μετριάζω, σκληραίνω, οργή, πνεύμα, πνεύματος, το πνεύμα, ποτών, ποτά