Gigt á grísku
Þýðing: gigt, Orðabók: íslenska » gríska
Upprunalega tungumál:
íslenska
Markmiðs Tungumál:
gríska
Þýðingar:
ρευματισμοί, αρθρίτιδα, αρθρίτιδας, αρθρίτιδος, την αρθρίτιδα, της αρθρίτιδας
Skyld orð
Önnur tungumál
Skyld orð: gigt
gigt í fótum, gigt í fingrum, gigt í höndum, gigt fyrstu einkenni, gigt í hundum, gigt tungumála orðabók gríska, gigt á grísku
Þýðingar
- gifting á grísku - γάμος, Γάμου, του γάμου, Είδη Γάμου, γάμο
- giftur á grísku - παντρεμένος, παντρεμένη, παντρεύτηκε, παντρευτεί, παντρεμένοι
- gigtveiki á grísku - ρευματισμοί, ρευματικό νόσημα, ρευματική νόσο, ρευματική ασθένεια, ρευματικής νόσου, της ρευματικής νόσου
- gil á grísku - φαράγγι, ρεματιά, λαγκάδα, λαγκάδι, χαντάκι, Gil, Ο Gil, ...
Orð af handahófi
Gigt á grísku - Orðabók: íslenska » gríska
Þýðingar: ρευματισμοί, αρθρίτιδα, αρθρίτιδας, αρθρίτιδος, την αρθρίτιδα, της αρθρίτιδας
Þýðingar: ρευματισμοί, αρθρίτιδα, αρθρίτιδας, αρθρίτιδος, την αρθρίτιδα, της αρθρίτιδας