Glæpur á grísku
Þýðing: glæpur, Orðabók: íslenska » gríska
Upprunalega tungumál:
íslenska
Markmiðs Tungumál:
gríska
Þýðingar:
έγκλημα, εγκλήματος, εγκληματικότητας, του εγκλήματος, εγκληματικότητα
Skyld orð
Önnur tungumál
Skyld orð: glæpur
glæpur gegn diskóinu, glæpur gegn mannkyni, einsi glæpur, kiddi glæpur, glanni glæpur, glæpur tungumála orðabók gríska, glæpur á grísku
Þýðingar
- gluggi á grísku - παράθυρο, window, παραθύρου, το παράθυρο, παράθυρο του
- glæpamaður á grísku - εγκληματικός, εγκληματίας, ποινικές, ποινικής, ποινικών, ποινική
- glæsilegur á grísku - εξαίσιος, έξοχα, υπέροχος, κομψός, κομψό, κομψά, κομψή, ...
- glíma á grísku - παλεύω, συμφωνία, συμφωνίας, διαπραγμάτευση, πολλά, αντιμετώπιση
Orð af handahófi
Glæpur á grísku - Orðabók: íslenska » gríska
Þýðingar: έγκλημα, εγκλήματος, εγκληματικότητας, του εγκλήματος, εγκληματικότητα
Þýðingar: έγκλημα, εγκλήματος, εγκληματικότητας, του εγκλήματος, εγκληματικότητα