Gríma á grísku
Þýðing: gríma, Orðabók: íslenska » gríska
Upprunalega tungumál:
íslenska
Markmiðs Tungumál:
gríska
Þýðingar:
προσωπείο, μάσκα, να καλύψει, συγκαλύψουν, συγκαλύπτουν, mask
Skyld orð
Önnur tungumál
Skyld orð: gríma
gríma huld, gríma hin nýja, gríma áki og áslaug, gríma björg thorarensen, gríma hárstofa, gríma tungumála orðabók gríska, gríma á grísku
Þýðingar
- græða á grísku - επουλώνω, γιατρεύω, επουλώνομαι, χρήματα, χρήμα, Money, τα χρήματα, ...
- græðgi á grísku - απληστία, βουλιμία, απληστίας, την απληστία, η απληστία, πλεονεξία
- grípa á grísku - αρπάζω, καταλαμβάνω, πιάνω, κατάσχω, σύλληψη, παγίδα, αλιευμάτων, ...
- gróa á grísku - επουλώνομαι, αυξάνομαι, επουλώνω, μεγαλώνω, γιατρεύω, επούλωση, θεραπεία, ...
Orð af handahófi
Gríma á grísku - Orðabók: íslenska » gríska
Þýðingar: προσωπείο, μάσκα, να καλύψει, συγκαλύψουν, συγκαλύπτουν, mask
Þýðingar: προσωπείο, μάσκα, να καλύψει, συγκαλύψουν, συγκαλύπτουν, mask