Greifingi á grísku
Þýðing: greifingi, Orðabók: íslenska » gríska
Upprunalega tungumál:
íslenska
Markmiðs Tungumál:
gríska
Þýðingar:
παρενοχλώ, ασβός, γραμμική, γραμμικές, γραμμικά, γραμμικό, γραμμικών
Skyld orð
Önnur tungumál
Skyld orð: greifingi
greifingi tungumála orðabók gríska, greifingi á grísku
Þýðingar
- grannur á grísku - αδυνατίζω, λεπτός, λεπτό, λεπτή, slim, λεπτές
- gras á grísku - πόα, χόρτο, καταδότης, γρασίδι, χλόη, χορτάρι, χόρτου
- greifingi á grísku - παρενοχλώ, ασβός, γραμμική, γραμμικές, γραμμικά, γραμμικό, γραμμικών
- grein á grísku - δοκίμια, κλαδί, δοκίμιο, κλάδος, έκθεση, υποκατάστημα, άρθρο, ...
- greina á grísku - αναφέρω, αναφορά, εντοπισμό, προσδιορίζουν, προσδιορίσει, τον εντοπισμό, εντοπίσει
Orð af handahófi
Greifingi á grísku - Orðabók: íslenska » gríska
Þýðingar: παρενοχλώ, ασβός, γραμμική, γραμμικές, γραμμικά, γραμμικό, γραμμικών
Þýðingar: παρενοχλώ, ασβός, γραμμική, γραμμικές, γραμμικά, γραμμικό, γραμμικών