Grennd á grísku
Þýðing: grennd, Orðabók: íslenska » gríska
Upprunalega tungumál:
íslenska
Markmiðs Tungumál:
gríska
Þýðingar:
μαχαλάς, γειτονιά, τόκος, ενδιαφέροντος, τόκοι, Συμφέρον, Οι τόκοι
Önnur tungumál
Skyld orð: grennd
green card, grand ehf, green day, grennd tungumála orðabók gríska, grennd á grísku
Þýðingar
- greiðsla á grísku - πληρωμή, πληρωμής, πληρωμών, καταβολή, καταβολής
- gremja á grísku - αγανάκτηση, ενόχληση, όχληση, Η όχληση, Εκνευρισμός, την ενόχληση
- grimmd á grísku - απανθρωπιά, κτηνωδία, βαρβαρότητα, βιαιότητα, βαναυσότητα, βαρβαρότητας
- grimmur á grísku - άγριος, σκληρός, απάνθρωπος, βάρβαρος, κτηνώδης, βάναυση, βίαιη, ...
Orð af handahófi
Grennd á grísku - Orðabók: íslenska » gríska
Þýðingar: μαχαλάς, γειτονιά, τόκος, ενδιαφέροντος, τόκοι, Συμφέρον, Οι τόκοι
Þýðingar: μαχαλάς, γειτονιά, τόκος, ενδιαφέροντος, τόκοι, Συμφέρον, Οι τόκοι