Grið á grísku
Þýðing: grið, Orðabók: íslenska » gríska
Upprunalega tungumál:
íslenska
Markmiðs Tungumál:
gríska
Þýðingar:
εκεχειρία, ησυχασμός, ανακωχή, ειρήνη, ειρήνης, την ειρήνη, της ειρήνης, ειρηνευτική
Önnur tungumál
Skyld orð: grið
gefa grið, grið tungumála orðabók gríska, grið á grísku
Þýðingar
- grimmur á grísku - άγριος, σκληρός, απάνθρωπος, βάρβαρος, κτηνώδης, βάναυση, βίαιη, ...
- gripur á grísku - μασκότ, μασκότ που, η μασκότ, μασκότ της, μασκότ του
- grjót á grísku - λιθοβολώ, πετροβολώ, πέτρα, πέτρες, λίθους, λίθων, λίθοι, ...
- gruna á grísku - υποπτεύομαι, ύποπτος, ύποπτο, υπόπτου, ύποπτα, ύποπτων
Orð af handahófi
Grið á grísku - Orðabók: íslenska » gríska
Þýðingar: εκεχειρία, ησυχασμός, ανακωχή, ειρήνη, ειρήνης, την ειρήνη, της ειρήνης, ειρηνευτική
Þýðingar: εκεχειρία, ησυχασμός, ανακωχή, ειρήνη, ειρήνης, την ειρήνη, της ειρήνης, ειρηνευτική