Grimmur á grísku
Þýðing: grimmur, Orðabók: íslenska » gríska
Upprunalega tungumál:
íslenska
Markmiðs Tungumál:
gríska
Þýðingar:
άγριος, σκληρός, απάνθρωπος, βάρβαρος, κτηνώδης, βάναυση, βίαιη, βάναυσο, βάρβαρη
Önnur tungumál
Skyld orð: grimmur
grimmur hundur, grimmur tungumála orðabók gríska, grimmur á grísku
Þýðingar
- grennd á grísku - μαχαλάς, γειτονιά, τόκος, ενδιαφέροντος, τόκοι, Συμφέρον, Οι τόκοι
- grimmd á grísku - απανθρωπιά, κτηνωδία, βαρβαρότητα, βιαιότητα, βαναυσότητα, βαρβαρότητας
- gripur á grísku - μασκότ, μασκότ που, η μασκότ, μασκότ της, μασκότ του
- grið á grísku - εκεχειρία, ησυχασμός, ανακωχή, ειρήνη, ειρήνης, την ειρήνη, της ειρήνης, ...
Orð af handahófi
Grimmur á grísku - Orðabók: íslenska » gríska
Þýðingar: άγριος, σκληρός, απάνθρωπος, βάρβαρος, κτηνώδης, βάναυση, βίαιη, βάναυσο, βάρβαρη
Þýðingar: άγριος, σκληρός, απάνθρωπος, βάρβαρος, κτηνώδης, βάναυση, βίαιη, βάναυσο, βάρβαρη