Gruna á grísku
Þýðing: gruna, Orðabók: íslenska » gríska
Upprunalega tungumál:
íslenska
Markmiðs Tungumál:
gríska
Þýðingar:
υποπτεύομαι, ύποπτος, ύποπτο, υπόπτου, ύποπτα, ύποπτων
Skyld orð
Önnur tungumál
Skyld orð: gruna
gruna dresden, gruner und jahr, gruna obuv, grona lund, gruna stramen, gruna tungumála orðabók gríska, gruna á grísku
Þýðingar
- grið á grísku - εκεχειρία, ησυχασμός, ανακωχή, ειρήνη, ειρήνης, την ειρήνη, της ειρήνης, ...
- grjót á grísku - λιθοβολώ, πετροβολώ, πέτρα, πέτρες, λίθους, λίθων, λίθοι, ...
- grundvalla á grísku - βρήκα, ιδρύω, θεμελιώδης, θεμελιωδών, θεμελιώδη, θεμελιώδεις, των θεμελιωδών
- grundvöllur á grísku - θεμέλιο, βάθρο, βάση, ίδρυμα, ίδρυση, θεμέλια, θεμελίωση, ...
Orð af handahófi
Gruna á grísku - Orðabók: íslenska » gríska
Þýðingar: υποπτεύομαι, ύποπτος, ύποπτο, υπόπτου, ύποπτα, ύποπτων
Þýðingar: υποπτεύομαι, ύποπτος, ύποπτο, υπόπτου, ύποπτα, ύποπτων